![](https://ww3.tlig.org/wp-content/uploads/2023/08/ratzinger_vassula.jpg)
Εισαγωγή
Κατά την περίοδο 2001-2004, η κα Βασούλα Ρυντέν είχε έναν επίσημο διάλογο με την Σύνοδο για το Δόγμα και την Πίστη (CDF) στο Βατικανό τον οποίο ζήτησε ο τότε Καρδινάλιος Joseph Ratzinger, και νυν Πάπας Βενέδικτος XVI.
Σκοπός αυτής της εργασίας δεν είναι να αποτελέσει ευτελή προπαγάνδα υπέρ της κ. Ρυντέν, αλλά να προσφέρει μία ισορροπημένη και λεπτομερή εικόνα στην εξέλιξη και το αποτέλεσμα αυτού του διαλόγου.
Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι ο διάλογος έλαβε χώρα και ότι κατέληξε σε μια συγκρατημένη αλλά θετική κατάληξη. Ολόκληρος ο διάλογος ανάμεσα στην κ. Rydén και το CDF δημοσιεύθηκε με τη μορφή ενός φυλλαδίου το 2004 και – κατόπιν αιτήματος του Καρδινάλιου Ράτσινγκερ – σε όλες τις επόμενες εκδόσεις των βιβλίων της κ. Rydén με τίτλο Αληθινή εν Θεώ Ζωή (ΑΕΘΖ), θυμίζοντας άλλες περιπτώσεις κριτικής του CDF που διευκρινίστηκαν μέσω διαλόγου. Στην εργασία αυτή θα καταστεί σαφές ότι ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ είχε αρνηθεί αρχικά να συναντήσει την κ. Rydén, όταν του ζητήθηκε το 1999, λόγω “της κατάστασης με την Κοινοποίηση”, όπως το έθεσε. Ωστόσο, αυτό που πρότεινε ήταν ένας επίσημος διάλογος με το CDF. Ήταν αυτός ακριβώς ο διάλογος και η θετική του έκβαση που κατέστησε δυνατή την κατ’ ιδίαν συνάντηση του Καρδινάλιου Ράτσινγκερ με την κυρία Rydén, τον Νοέμβριο του 2004, κατά τη διάρκεια της οποίας τράβηξα την παρακάτω φωτογραφία.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο ίδιος ο διάλογος δεν εμπεριέχει επίσημη “έγκριση” των μηνυμάτων που λαμβάνει η κ. Rydén και φέρουν τον τίτλο της Αληθινής εν Θεώ Ζωής. Η Κοινοποίηση του 1995 με ορισμένα επικριτικά σχόλια σχετικά με την εμπειρία της κ. Rydén παραμένει τυπικά σε ισχύ. Μόνο η δημοσίευση μιας νέας Κοινοποίησης θα μπορούσε να “ακυρώσει” την προηγούμενη του 1995, και κάτι τέτοιο πιθανότατα δεν θα συμβεί κατά τη διάρκεια της ζωής της κ. Rydén, δεδομένης της προσεκτικής στάσης του Βατικανού απέναντι στους μυστικούς που είναι ακόμη εν ζωή.
Όταν η κα Rydén ρώτησε τον Καρδινάλιο Ratzinger σ’ αυτή τη συνάντηση τι θα απαντούσε το CDF για το θέμα της, ο Καρδινάλιος απάντησε: “Λοιπόν, θα λέγαμε ότι προέκυψαν τροποποιήσεις υπό την έννοια ότι έχουμε γράψει στους ενδιαφερόμενους επισκόπους ότι θα πρέπει τώρα να διαβάζει κανείς την Κοινοποίηση στο πλαίσιο του προλόγου σας και με τα νέα σχόλια που έχετε κάνει”. (Δείτε παρακάτω όλη την απάντηση στον Διάλογο)
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για τους οποίους θεωρώ καθήκον μου να αναφέρω τα γεγονότα αυτού του διαλόγου:
1. Πρώτος εγώ αιτήθηκα τον διάλογο από τον τότε Καρδινάλιο Ratzinger μετά από μια συνέντευξή μαζί του που δημοσιεύθηκε στο Communio το 1999 και αλλού.
2. Από το 1997 έως το 2001 έγραψα τη διδακτορική μου διατριβή με θέμα τη Χριστιανική προφητεία στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο. Περιέχει μια παράγραφο που αναφέρετε στην κα Rydén ως ένα πιθανό ιστορικό παράδειγμα μιας εμπειρίας που θεωρείται από πολλούς προφητική. Εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Oxford University Press το 2007, και τον πρόλογο συνέταξε ο τότε Καρδινάλιος Ratzinger (βλ. www. christian-prophecy.org). Στη συνέχεια των θεολογικών μου σπουδών, δίδαξα θεολογία στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και, διέμεινα στη Ρώμη από το 1997 έως το 2004 και είχα τη δυνατότητα να παρακολουθώ από κοντά και να συμμετέχω σε αυτόν τον διάλογο. Ως εκ τούτου, έχω γίνει μάρτυρας όλων όσων συνέβησαν.
3. Ορισμένοι εξέφρασαν αμφιβολίες όσον αφορά τη γνησιότητα ή την θετική φύση του διαλόγου, εν μέρει εξαιτίας μιας αμφιλεγόμενης επιστολής του Καρδινάλιου William Levada, του νυν επικεφαλής του CDF, που εκδόθηκε τον Ιανουάριο 2007, την οποία θα εκθέσω παρακάτω. Με την παρούσα έκθεση, επιθυμώ να διαλύσω πιθανές αμφιβολίες σχετικά με τη νομιμότητα και τη θετική έκβαση του διαλόγου.
Η έκθεση αυτή καλύπτει τα εξής:
Το προοίμιο του διαλόγου 1995-1999
Τον ίδιο τον διάλογο από το 1999-2004 που ολοκληρώθηκε με την προαναφερθείσα συνάντηση του Καρδινάλιου Ratzinger και της κας Rydén.
Οι επακόλουθες εξελίξεις που προέκυψαν από την επιστολή του Καρδινάλιου Λεβάντα τον Ιανουάριο του 2007.
Όλες οι επιστολές που αναφέρονται στην παρούσα έκθεση βρίσκονται στο αρχείο του συγγραφέα. Για σημαντικούς σκοπούς, μπορείτε να λάβετε αντίγραφα επικοινωνώντας μαζί μου στη διεύθυνση: [email protected].
Με εκτίμηση,
Niels Christian Hvidt, ThD
Προοίμιο
Το 1995, η Σύνοδος για το Δόγμα και την Πίστη (CDF) εξέδωσε μια Κοινοποίηση σχετικά με την κα. Βασούλα Rydén. Η Κοινοποίηση εστάλη σε όλες τις Συνόδους των Καθολικών Επισκοπών ανά τον κόσμο. Όπως αναφέρεται στην Κοινοποίηση, η έρευνα που οδήγησε στη δημοσίευσή της “ανέδειξε – εκτός από τις θετικές πτυχές – ορισμένα βασικά στοιχεία που πρέπει να θεωρηθούν αρνητικά υπό το πρίσμα του Καθολικού δόγματος”.
Η Κοινοποίηση του 1995 επιβεβαιώθηκε με μια δεύτερη Κοινοποίηση ένα χρόνο αργότερα, που δημιούργησε κάποια σύγχυση που οφειλόταν στο γεγονός ότι η πρώτη κοινοποίηση δεν είχε υπογραφεί.
Αυτή ήταν η κατάσταση όσον αφορά την κα. Rydén και τα βιβλία της, με τίτλο Η Αληθινή εν Θεώ Ζωή (ΑΕΘΖ), όταν έφτασα στη Ρώμη στα τέλη Αυγούστου 1997. Είχα πάρει το μεταπτυχιακό μου στη θεολογία από τη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, ένα δημόσιο Πανεπιστήμιο με Λουθηρανικές θεολογικές καταβολές. Ως εκ τούτου, ως Ρωμαιοκαθολικός ήταν απόλυτα φυσιολογικό να συνεχίσω τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στη Ρώμη.
Γράφτηκα στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και εκεί συνέχισα την έρευνά μου πάνω στην θεολογία της Χριστιανικής Προφητείας υπό την καθοδήγηση του π. Elmar Salmann, Καθηγητής στο Ποντιφικό Ινστιτούτο Sant’Anselmo.
Έχοντας διαβάσει έργα του τότε Καρδινάλιου Joseph Ratzinger, τόλμησα να του ζητήσω μια συνέντευξη σχετικά με το θέμα της Χριστιανικής Προφητείας. Την πρώτη φορά τού το ζήτησα μετά από την πρωινή Θεία Λειτουργία της Πέμπτης στη Γερμανική Ιερατική Σχολή, στο Campo Santo, εντός του Βατικανού. Ο καρδινάλιος Ratzinger ήταν παρών στις περισσότερες πρωινές λειτουργίες, το ίδιο κι εγώ, επειδή ήταν στη μητρική μου γλώσσα, τα γερμανικά. Σε περιόδους με πολλούς προσκυνητές – η εκκλησία ήταν γεμάτη, αλλά όταν δεν ήταν η περίοσος αιχμής, παραβρίσκονταν μόνο οι ιεροσπουδαστές και μερικοί Γερμανοί που ζούσαν στη Ρώμη. Στη συγκεκριμένη Λειτουργία ήμουν μαζί με την καθηγήτρια Yvonne Maria Werner του Πανεπιστημίου Lund της Σουηδίας, η οποία έχει μεταφράσει βιβλία του καρδινάλιου Ratzinger και είναι πολύ εξοικειωμένη με την θεολογία του. Τον πλησιάσαμε μαζί και του ζητήσαμε μία συνέντευξη. Μας απάντησε ευγενικά ότι θα πρέπει να κάνουμε γραπτό αίτημα στο CDF, το οποίο και έκανα.
Η προαναφερθείσα επιστολή με την οποία αιτούμαι μία συνέντευξη με τον Καρδινάλιο Ratzinger εστάλη στις 19 Φεβρουαρίου 1998. Έλαβα θετική απάντηση από τον τότε προσωπικό γραμματέα του Καρδινάλιου Ratzinger, τον Αιδ.. Joseph Clemens (Τζόζεφ Κλέμενς).
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε ένα μήνα αργότερα στην αίθουσα ακροάσεων του Καρδινάλιου Ratzinger στο CDF. Η καθηγήτρια Werner ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Πριν την συνέντευξη είχα στείλει τις ερωτήσεις μου στον Καρδινάλιο και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Η συνέντευξη διήρκεσε 50 λεπτά και ο Καρδινάλιος μίλησε με μεγάλη ευγλωτία και εξέφρασε τέτοιο επίπεδο στοχασμού που ήταν έτοιμη για εκτύπωση σχεδόν κατά λέξη. Μετά την απομαγνητοφώνηση και την επιμέλεια του κειμένου, έστειλα το κείμενο στο CDF για έγκριση και το έλαβα μερικές εβδομάδες αργότερα με ελάχιστες διορθώσεις.
Καθώς έκανα στον καρδινάλιο Ratzinger την τελευταία ερώτηση σχετικά με την κα Rydén (δείτε τη συνέντευξη εδώ), η φωνή του ξαφνικά άλλαξε, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και αναφώνησε: “Ω, αυτό είναι ένα μεγάλο και προβληματικό ζήτημα. Ίσως θα ήταν καλύτερα να το αφήσουμε προς το παρόν!” Έλαβα το θάρρος να επιμείνω και τον ρώτησα: “Κάποιοι έχουν πει ότι η κα Rydén έχει καταδικαστεί από το Βατικανό. Αληθεύει αυτό;”
Η απάντησή του ήταν άμεση: “Αγγίξατε ένα πολύ προβληματικό θέμα. Όχι, η Κοινοποίηση είναι μια προειδοποίηση, όχι καταδίκη. Από αυστηρά διαδικαστική άποψη, κανείς δεν γίνεται να καταδικαστεί χωρίς δίκη και χωρίς να του δοθεί η ευκαιρία να εκθέσει πρώτα τις απόψεις του. Αυτό που λέμε είναι ότι υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν είναι σαφή. Υπάρχουν κάποια αμφισβητήσιμα αποκαλυπτικά στοιχεία και εκκλησιολογικές πτυχές που δεν είναι σαφείς. Τα γραπτά της περιέχουν πολλά καλά πράγματα, αλλά η ήρα και το σιτάρι είναι αναμεμειγμένα. Γι’ αυτό καλέσαμε τους Καθολικούς πιστούς να κρίνουν με σύνεση και να έχουν ως γνώμονα την σταθερή πίστη της Εκκλησίας”.
Ρώτησα: “Συνεχίζεται η διαδικασία την διαλεύκανσης του θέματος;”
Ο Καρδινάλιος Ratzinger απάντησε: “Ναι, και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαλεύκανσης οι πιστοί οφείλουν να είναι συνετοί, και να έχουν διάκριση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει μια εξέλιξη στα γραπτά, η οποία δεν φαίνεται να έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Πρέπει να θυμόμαστε ότι η εμπειρία της εσωτερικής επαφής με τον Θεό, ακόμη και σε περίπτωση αυθεντικού μυστικισμού, εξαρτάται πάντα από τις δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής και των ορίων της. Απεριόριστη εμπιστοσύνη θα πρέπει να δείχνουμε μόνο στον πραγματικά Αποκαλυπτικό Λόγο που συναντάμε στην πίστη που μεταδίδεται από την Εκκλησία”.
Στις 29.05.98 έστειλα μια επιστολή στον Καρδινάλιο Ratzinger ζητώντας του την άδεια να δημοσιεύσω τη συνέντευξη στα σκανδιναβικά περιοδικά Signum και AC Revue, εφόσον ελάμβανα τις διορθώσεις του CDF. Αργότερα, έλαβα την άδεια να την δημοσιεύσω και αλλού: στο Communio, 30Giorni και σε άλλες εκδόσεις.
Στις 23.01.99 έστειλα μια επιστολή στον Καρδινάλιο Ratzinger στην οποία εξέφραζα την ανησυχία μου για τα σκληρά λόγια (“η ήρα και το σιτάρι είναι αναμεμειγμένα”) που ειπώθηκαν για την κα Rydén. Αργότερα, τον συνάντησα πάλι στο Campo Santo και μίλησα μαζί του σχετικά με αυτό. Εκείνη την εποχή, ήταν ανένδοτος για την εν λόγω κριτική. Όταν του ζήτησα να επανεξετάσει τα λόγια που αφορούν την κα Rydén ότι “η ήρα και το σιτάρι είναι αναμεμειγμένα”, απάντησε γρήγορα: “Κι όμως είναι!” Τελεία και παύλα. Εκείνη τον καιρό, ο Καρδινάλιος Ratzinger ήταν ακόμη πεπεισμένος ότι υπήρχαν επιζήμια στοιχεία στα γραπτά της κας. Rydén.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν μίλησα με την κα. Rydén σχετικά με το ενδεχόμενο ενός επίσημου διαλόγου με το CDF. Η κα. Rydén γνώριζε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι χειρότερο από την Κοινοποίηση του 1995. Η Κοινοποίηση ήταν μόνο μια προειδοποίηση, όπως είπε ο Καρδινάλιος Ratzinger κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Ωστόσο, ένας επίσημος διάλογος θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη, εάν το CDF θεωρούσε τα κείμενα αιρετικά μετά τον διάλογο. Δεδομένου ότι η κα. Rydén είναι απολύτως πεπεισμένη ότι προέρχονται από τον ίδιο τον Χριστό, δεν δίστασε ούτε στιγμή να πάρει το ρίσκο και ήταν πρόθυμη να ξεκινήσει διάλογο με το CDF.
Πραγματικός διάλογος
Την 01.06.99, σε μια πρωινή Λειτουργία ρώτησα τον Καρδινάλιο Joseph Ratzinger αν θα ήταν πρόθυμος να συναντήσει την κα Βασούλα Rydén. Απάντησε πολύ ήρεμα ότι αυτό δεν θα ήταν δυνατό εκείνη την εποχή λόγω της κατάστασης που ακολούθησε με την Κοινοποίηση του 1995. Ωστόσο, είπε ότι θα ήθελε να συναντηθεί η κα Rydén με τον γραμματέα του, τον τότε αρχιεπίσκοπο Tarcisio Bertone, S.D.B., νυν καρδινάλιο και γραμματέα του κράτους στο Βατικανό. Εγώ επρόκειτο να συναντούσα τον “sottosegretario”, τον τότε υφυπουργό, τον π. Gianfranco Girotti, τρίτος στην ιεραρχία στη Σύνοδο για το δόγμα και την Πίστη (CDF), για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες.
Η συνάντηση αυτή πραγματοποιήθηκε μερικές εβδομάδες αργότερα. Προς έκπληξή μου, ήταν παρών όχι μόνο ο π. Girotti, αλλά και ο Αρχιεπίσκοπος Bertone. Συζητήσαμε την κατάσταση με την Κοινοποίηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Bertone υπογράμμισε ότι το Βατικανό ενδιαφέρεται πάντα για διάλογο και ότι αυτό ισχύει και για την κα Rydén. Ζήτησε να παραμείνουν προς το παρόν εμπιστευτικές οι λεπτομέρειες μιας πιθανής συνάντησης με την κα. Rydén.
Βάσει αυτής της αρχικής συνάντησης, η κα Rydén απέστειλε επίσημο αίτημα στο CDF για διάλογο στις 06.07.2000.
Η πρώτη άτυπη συνάντηση της κας Rydén με τους αξιωματούχους του Βατικανού πραγματοποιήθηκε στις 14.02.2001. Ήταν παρόντες ο Αρχιεπίσκοπος Bertone, ο π. Girotti, η κα Rydén και εγώ. Η συζήτηση ήταν εγκάρδια και ανεπίσημη. Ο Αρχιεπίσκοπος Bertone ρώτησε την κα Rydén για τη ζωή της, το έργο του συζύγου της στο Διεθνές Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (IFAD) και, φυσικά, για την εμπειρία της.
Σε αυτή τη συνάντηση συμφωνήθηκε ότι η κα Rydén θα πρέπει να ξεκινήσει έναν επίσημο διάλογο με το CDF. Για το σκοπό αυτό, θα διορίζονταν σύμβουλοι για να διαβάσουν και να αξιολογήσουν τα γραπτά της κας Rydén, με τίτλο η Αληθινή εν Θεώ Ζωή (ΑΕΘΖ), και οποιαδήποτε επακόλουθη πορεία δράσης θα βασιζόταν στα συμπεράσματά τους. Μία από τις ανησυχίες του Αρχιεπισκόπου Bertone ήταν ότι υπήρχαν λάθη στην ιταλική μετάφραση και ότι αυτά θα πρέπει να τροποποιηθούν, κάτι με το οποίο συμφώνησε και η κα Rydén.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια ανεπίσημη συζήτηση σχετικά με το έργο της κας Rydén. Ο Αρχιεπίσκοπος Bertone φάνηκε εντυπωσιασμένος λέγοντας ότι του φαινόταν σαν αποστολή και ότι η κα Rydén ήταν “ένας απόστολος” στους διπλωματικούς κύκλους. Η κυρία Rydén του είπε για τον τρόπο με τον οποίο ελάμβανε τα μηνύματα ως εσωτερικό θείο λόγο.
Στις 20.03.2001 έστειλα μια επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Bertone, με χαιρετισμούς από την κα Rydén, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η ιταλική μετάφραση θα ελεγχθεί.
Έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον π. Girotti τον Δεκέμβριο του 2001, που ζητούσε τρία αντίγραφα όλων των βιβλίων της ΑΕΘΖ που είχαν εκδοθεί στην αγγλική γλώσσα μέχρι εκείνη την ημερομηνία, για τους συμβούλους. Παρέδωσα αυτά τα βιβλία στον π. Girotti λίγες ημέρες αργότερα και όσο το δυνατόν περισσότερα βίντεο από τις ομιλίες της.
Στις 04.04.2002 η κα Rydén έλαβε επιστολή από τον π. Prospero Grech, διάσημο καθηγητή Βιβλικής θεολογίας στο Ποντιφικό Ινστιτούτο Augustinianum. Η κα Rydén και εγώ τον είχαμε γνωρίσει σε μια συνάντηση όπου η κα Rydén είχε μιλήσει στους ιερείς στις εκδόσεις Dehoniane στη Ρώμη μερικούς μήνες νωρίτερα. Ενδιαφερόταν για την εμπειρία της κας Rydén, εν μέρει επειδή είχε μελετήσει τη θεολογία της προφητείας στην Καινή Διαθήκη. Ο π. Ο Prospero έγραψε ότι του είχε ανατεθεί από τον Καρδινάλιο Ratzinger να θέσει στην κα Rydén πέντε ερωτήσεις για να της δώσει “την ευκαιρία να διευκρινήσει την έννοια ορισμένων ισχυρισμών που περιέχονται” στα γραπτά της ΑΕΘΖ. Η κα Rydén συναντήθηκε με τον π. Grech και εμένα για να καθορίσουμε περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο το CDF θα ήθελε να απαντήσει η κα Rydén.
Στη συνέχεια η κυρία Rydén άρχισε να εργάζεται για τις απαντήσεις. Στην επιστολή του π. Grech, της ζητήθηκε να συμβουλευτεί θεολόγους για να τη βοηθήσουν να διατυπώσει τις σκέψεις της, και γι’ αυτό η κα Rydén ζήτησε από εμένα, μαζί με τον Αιδ. Eleutherio Fortino του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Προώθηση της Χριστιανικής Ενότητας και τον επίσκοπο Teran Dutari του Κίτο, του Εκουαδόρ.
Οι απαντήσεις της κας Rydén στο CDF υποβλήθηκαν υπό μορφή επιστολής της 6η Ιουλίου 2002. Ο π. Grech είχε τη δυνατότητα να δει τις απαντήσεις της πριν υποβληθούν. Τις αποκάλεσε “εξαιρετικές”.
Αφού πέρασε το καλοκαίρι και επέστρεψα στη Ρώμη, πήγα και πάλι στην πρωινή Λειτουργία στο Κάμπο Σάντο. Εδώ συναντήθηκα με τον Καρδινάλιο Ράτσινγκερ. Με πλησίασε αυθόρμητα και αναφώνησε στα γερμανικά: “Ah! Die Vassula hat ja sehr gut geantwortet”. Στα Ελληνικά: “Α, η Βασούλα απάντησε πολύ καλά!” Ήταν σαφώς πολύ ικανοποιημένος με τις απαντήσεις της και δεν απέφυγε να εκφράσει αυτή την ικανοποίηση. Παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν συνέβη μέχρι το 2003, όταν η κα Rydén έγραψε πάλι στον Καρδινάλιο Ratzinger.
Στις 16.01.2003 συνάντησα τον Καρδινάλιο Ράτσινγκερ μετά την Θεία Λειτουργία στο Campo Santo. Του έδωσα μια επιστολή της κας Rydén με ημερομηνία 15.01.2003, στην οποία εξέφραζε τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση στην απάντησή της. Ανέφερε επίσης την συκοφαντία που συνέχιζε να την καταδιώκει – για παράδειγμα, μια πρόσφατη επιστολή στην Ιταλική Καθολική εφημερίδα Avvenire που περιείχε μια συνέντευξη του π. François Dermine, ο οποίος την είχε δυσφημίσει παλαιότερα, γράφοντας ότι είχε “καταδικαστεί” από το Βατικανό.
Το CDF έστειλε επιστολή προς όλες τις Επισκοπικές Συνόδους ανά τον κόσμο. Περιείχε ένα αίτημα για ενημέρωση σχετικά με την κα Rydén και τις δραστηριότητές της από την κοινοποίηση του 1995: “Τώρα που έχουν περάσει μερικά χρόνια, η Σύνοδος θα ήταν ευγνώμων αν θα μπορούσατε να παράσχετε – με εμπιστευτικό τρόπο – πληροφορίες, και ενδεχομένως αξιολόγηση, σχετικά με τη σημερινή επιρροή της κ. Rydén μεταξύ των Καθολικών στον κόσμο”.
Ταυτόχρονα, ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ, μέσω του π. Grech, ζήτησε από την κα Rydén να συμπεριληφθεί ο διάλογος (οι ερωτήσεις του CDF και οι απαντήσεις της κας Rydén) στην επόμενη έκδοση της ΑΕΘΖ. Σκοπός αυτού του αιτήματος ήταν να ενημερωθεί ο κόσμος για τον διάλογο, αλλά, προφανώς, ήταν και μια δοκιμή για να βεβαιωθεί ότι οι απαντήσεις της κας Rydén ήταν πραγματικά δικές της. Ο διάλογος τυπώθηκε στον 12ο τόμο και στις επόμενες επανεκδόσεις της Αληθινής εν Θεώ Ζωής.
Οι μήνες πέρασαν. Συναντούσα συχνά τον καρδινάλιο Ratzinger, τον Αιδ. Clemens, και αργότερα ο Αιδ. Georg Gänswein, ο οποίος ανέλαβε ρόλο γραμματέα του Καρδινάλιου Ratzinger μετά τον Αιδ. Clemens, και άλλους που γνώριζαν τη διαδικασία, και πάντα επαναλάμβαναν: “Οι μυλόπετρες αλέθουν αργά μέσα στο Βατικανό”. Ο Αιδ. Gänswein μου είπε ότι έπρεπε να έχουμε υπομονή, προκειμένου να μην προκαλέσουμε κανέναν από τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία, και ο ίδιος ο Καρδινάλιος Ratzinger μου είπε ότι, αν και θα ήθελε να δει μια νέα Κοινοποίηση, έπρεπε να “υπακούσει στους καρδιναλίους”. Από τη δήλωση αυτή συμπέρανα ότι ορισμένοι καρδινάλιοι ήταν αντίθετοι με την προοπτική μιας σαφώς θετικής έκβασης ενός διαλόγου με μια σύγχρονη μυστικό, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα Κοινοποίηση η οποία θα καθιστούσε την προηγούμενη Κοινοποίηση παρωχημένη.
Ο π. Grech επιβεβαίωσε ότι η ανταπόκριση στις απαντήσεις της κας Rydén ήταν πράγματι πολύ θετική. Παρ’ όλα αυτά, όμως, το CDF δεν θα εξέδιδε μια “νέα” Κοινοποίηση που θα καταργούσε την πρώτη του 1995. Αντίθετα, η θετική απάντηση θα ήταν “χαμηλών τόνων”.
Είχε μια συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Angelo Amato κατά τη διάρκεια της οποίας ρώτησε πότε θα ολοκληρωθεί η διαδικασία με την κα Rydén. Ο Αιδ. Amato του είπε μάλλον απότομα ότι δεν θα υπάρξει απάντηση και ότι η Κοινοποίηση θα παραμείνει. Ωστόσο, μάθαμε ότι το CDF εξέταζε το ενδεχόμενο να γράψει ξανά σε εκείνες τις Επισκοπικές Συνόδους που είχαν απαντήσει αρνητικά στην προαναφερθείσα επιστολή του Καρδινάλιου Ράτσινγκερ σχετικά με την κα Rydén.
Η κα Rydén απογοητεύτηκε πολύ από αυτή την πληροφορία. Η ειλικρινής πεποίθησή της ήταν ότι εάν το αποτέλεσμα του διαλόγου ήταν αρνητικό, το CDF θα το είχε ανακοινώσει δημοσίως και ίσως και να την καταδίκαζε επίσημα. Αλλά τώρα που το συμπέρασμα ήταν μάλλον θετικό, την απάντηση θα “την κρατούσαν σε χαμηλούς τόνους”.
Στις 29.06.2004 η κα Rydén έγραψε μια επιστολή προς τον Καρδινάλιο Ratzinger, εκφράζοντας την απογοήτευσή της για την έλλειψη απάντησης:
Πρέπει να με καταλάβετε αν αναρωτιέμαι τώρα: Ποιος ήταν τότε ο σκοπός αυτής της διαδικασίας; Είχατε πει στη συνέντευξη 30 Giorni με τον Niels Christian Hvidt ότι δεν μπορεί να καταδικαστεί κάποιος χωρίς διαδικασίες. Καταδικάστηκα ή μήπως αθωώθηκα και δεν βρέθηκα ένοχη; Ο δικαστής και οι ένορκοι σε οποιοδήποτε δικαστήριο, θα ανακοίνωναν την απόφαση. Αλλά εδώ, ο δικαστής και οι ένορκοι φαίνονται να έχουν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Κανείς σε ολόκληρο τον κόσμο δεν θα ξέρει ότι γράψατε σε μερικές Επισκοπικές Συνόδους… Το να εργάζεται κανείς για τον Χριστό έχει τις ταλαιπωρίες του καθώς και τις χάρες του, αλλά το να αυξάνονται αδικαιολόγητα οι δοκιμασίες μου πιστεύω ότι είναι κάτι που μπορεί να εκνευρίσει τον Θεό.
Ως εκ τούτου, με την ίδια εμπιστοσύνη που είχα εξ αρχής στην Εξοχότητά σας, σας ζητώ με ειλικρίνεια: Παρακαλώ να μου δώσετε κάποιου είδους γραφή από την πλευρά σας, έστω και μια επιστολή που θα εμπεριέχει ένα θετικό πνεύμα, ώστε ο κόσμος να δει ότι το συμπέρασμά σας δεν ήταν αρνητικό. Επίσης, είχα την εντύπωση ότι θα είχα την τιμή να σας συναντήσω μόλις ολοκληρωνόταν η διαδικασία. Είμαι πάντα πρόθυμη να σας συναντήσω προσωπικά και να σας ζητήσω μία ακρόαση.
Ως άμεση απάντηση στην επιστολή αυτή, η κα Rydén έλαβε μία επιστολή δύο εβδομάδες αργότερα, με ημερομηνία 10 Ιουλίου 2004, από τον π. Josef Augustine Di Noia, τον νέο υπογραμματέα του CDF. Ο οποίος ενημέρωσε την κα Rydén ότι το CDF είχε γράψει σε διάφορους Προέδρους Επισκοπικών Συνόδων, μαζί με ένα αντίγραφο της εν λόγω επιστολής. Αυτή η νέα επιστολή του CDF προς τις Επισκοπικές Συνόδους εστάλη στις 10 Ιουλίου 2004. Αργότερα μάθαμε ότι στάλθηκε στους Προέδρους πέντε Επισκοπικών Συνόδων που είχαν ανταποκριθεί στο αίτημα για πληροφορίες από τους επισκόπους στις 07.04.2003, που αναφέρθηκε παραπάνω.
Περιείχε τις ακόλουθες πληροφορίες:
Όπως γνωρίζετε, αυτή η Σύνοδος δημοσίευσε το 1995 μια Κοινοποίηση σχετικά με τα γραπτά της κας Βασούλας Rydén. Στη συνέχεια, και κατόπιν αιτήματός της, ακολούθησε διεξοδικός διάλογος. Με την ολοκλήρωση αυτού του διαλόγου, ακολούθως δημοσιεύθηκε μια επιστολή της κας Rydén με ημερομηνία 4 Απριλίου 2002 στον τελευταίο τόμο της “Αληθινής εν Θεώ Ζωής”, στην οποία η κα Rydén παρέχει χρήσιμες διευκρινίσεις σχετικά με την οικογενειακή της κατάσταση, καθώς και με ορισμένες δυσκολίες οι οποίες εκφράστηκαν στην προαναφερθείσα Κοινοποίηση σχετικά με τα γραπτά της και τη συμμετοχή της στα μυστήρια (βλ. Συνημμένο).
Δεδομένου ότι τα προαναφερθέντα γραπτά έχουν κάποια διάδοση στη χώρα σας, η Σύνοδος αυτή έκρινε χρήσιμο να σας ενημερώσει για τα παραπάνω. Όσον αφορά τη συμμετοχή στις οικουμενικές ομάδες προσευχής που διοργανώνει η κα Rydén, οι Καθολικοί πιστοί πρέπει να κληθούν να ακολουθήσουν τη βούληση των κατά τόπους Επισκόπων.
Αυτή ήταν η θετική απάντηση “χαμηλού προφίλ” που θα εξέδιδε το CDF!
Ολόκληρος ο διάλογος μεταξύ της κας Rydén και του CDF δημοσιεύθηκε σε μορφή φυλλαδίου τον Οκτώβριο του 2004. Περιλαμβάνει την αρχική επιστολή του π. Grech προς την κ. Rydén με τις πέντε ερωτήσεις, τις απαντήσεις της κας Rydén στις ερωτήσεις και την επιστολή του Αιδ. Di Noia προς την κα Rydén της 10.07.2004 με αντίγραφο της επιστολής του Καρδινάλιου Ratzinger προς τις Επισκοπικές Συνόδους. Τον πρόλογο έγραψε ο Αρχιεπίσκοπος των Φιλιππίνων Ramon Argüelles και τον επίλογο με έναν σχολιασμό ο π. Lars Messerschmidt από τη Δανία. Μπορείτε να κατεβάσετε το πλήρες φυλλάδιο του διαλόγου ΕΔΩ.
Ολόκληρος ο διάλογος μεταξύ της κας Rydén και του CDF ξεκίνησε με το αίτημά μου προς τον Καρδινάλιο Ratzinger να συναντήσει την κα Rydén το 1999. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, είπε τότε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό λόγω της κατάστασης με την Κοινοποίηση, αλλά ότι θα ήθελε η κα Rydén να έχει έναν διάλογο με το CDF. Τώρα ο διάλογος είχε ολοκληρωθεί και η κατάσταση είχε διευκρινιστεί. Ως εκ τούτου, ήταν η ώρα να ζητήσουμε από τον Καρδινάλιο Ράτσινγκερ τη συνάντηση που είχε υποσχεθεί προ πολλού, σε περίπτωση που θα υπήρχε θετική έκβαση στον διάλογο.
Υπέβαλα αυτό το αίτημα στον Καρδινάλιο Ράτσινγκερ, όπως ακριβώς έκανε και η κα Rydén στην προαναφερθείσα επιστολή της 29.06.2004. Ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ μας παραχώρησε αυτή τη συνάντηση, αλλά ότι θα έπρεπε να γίνει με την κατάλληλη προετοιμασία, δεδομένου ότι είχε “έναν ημιεπίσημο χαρακτήρα”. Εκείνη την περίοδο, ο κος και η κα Rydén επρόκειτο να αναχωρήσουν σύντομα για την Ουάσιγκτον, όπου ο κος. Rydén θα αναλάμβανε νέα καθήκοντα στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ μας παραχώρησε την ακρόαση στις 22.11.2004. Μας υποδέχθηκαν πολύ εγκάρδια, πρώτα ο προσωπικός του γραμματέας, ο Αιδ. Gänswein, και στη συνέχεια ο ίδιος ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ, στην εντυπωσιακή αίθουσα ακροάσεων της Συνόδου για το Δόγμα της Πίστεως. Κράτησα σημειώσεις της συζήτησής μας αμέσως μετά τη συνάντηση και είμαι πεπεισμένος ότι ήμουν ακριβής όσον αφορά τα κυριότερα σημεία της.
Η συζήτηση ήταν ανεπίσημη και πολύ εγκάρδια. Πραγματοποιήθηκε στα γαλλικά, την κοινή γλώσσα που μιλούσαν καλύτερα όλοι. Ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ ξεκίνησε αναφωνώντας: “Επιτέλους μπορούμε να συναντηθούμε!” Αυτό το επιφώνημα σήμαινε σαφώς ότι η διαδικασία με την κα Rydén είχε ολοκληρωθεί επιτυχώς και ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η συνάντηση μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Η κα Rydén απάντησε με μια ειλικρινή έκφραση ευγνωμοσύνης ότι η Εξοχότης Του επέδειξε το θάρρος να έχει διάλογο μαζί της, και ότι, αν και θα ήθελε να δει μια δεύτερη Κοινοποίηση, καταλαβαίνει και εκτιμά πολύ το γεγονός ότι ο Καρδινάλιος Ratzinger έκανε ό,τι μπορούσε και προσπάθησε σκληρά για την περίπτωσή της.
Ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ απάντησε:
Λοιπόν, πάντα επιδιώκουμε την ειρήνη. Όλοι επιδιώκουμε να κάνουμε αυτό που μας δίνει ο Κύριος και να ζήσουμε για την υπηρεσία του Κυρίου, και ελπίζουμε ότι ο Κύριος μας καθοδηγεί εν ειρήνη. Φυσικά, όπως γνωρίζετε καλά, έχουμε επίσης το καθήκον να υπερασπιστούμε την ταυτότητα της Καθολικής πίστης και την πειθαρχία της πίστης, και υπό αυτή την έννοια, κάνουμε ό,τι μπορούμε. Ελπίζουμε ότι ο Κύριος θα συγχωρήσει τα λάθη μας και θα μας παραχωρήσει το δίκαιο μονοπάτι.
Ακολούθησε μια μακρά συνομιλία για την αποστολή της κας Rydén, για τον διάλογο που έχει με άλλους Χριστιανούς και ακόμη και με άλλες θρησκευτικές παραδόσεις, όπως οι μουσουλμάνοι, σχετικά με τον χαρακτήρα της Χριστιανικής πίστης.
Η άποψη του Καρδινάλιου Ράτσινγκερ ήταν ότι οι διάλογοι αυτοί είναι δύσκολοι, αλλά είναι πολύ σημαντικοί. Στο τέλος της συζήτησης, η κα Rydén έθεσε στον Καρδινάλιο Ratzinger μια ερώτηση την οποία είχε εκφράσει μετά από την απογοήτευση της απάντησης “χαμηλών τόνων” του CDF:
“Η τελευταία ερώτηση: Ποια θα ήταν η απάντηση εάν κάποιος τηλεφωνούσε στο γραφείο σας για να βεβαιωθεί για την περίπτωσή μου και ρωτούσε: “Ισχύει ακόμη η Κοινοποίηση”; Ποια θα ήταν η απάντησή σας;”
Ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ απάντησε:
“Θα λέγαμε ότι υπήρξαν τροποποιήσεις, υπό την έννοια ότι έχουμε γράψει στους ενδιαφερόμενους επισκόπους ότι πρέπει τώρα να διαβάσουν την Κοινοποίηση στο πλαίσιο του προλόγου σας και με τα νέα σχόλια που έχετε κάνει”.
Συμφωνήσαμε να παραμείνουμε σε διάλογο. Εάν το CDF είχε περισσότερες ερωτήσεις προς την κα Rydén θα τις απαντούσε. Επίσης, εάν το CDF είχε οποιεσδήποτε ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες των αναγνωστών της ΑΕΘΖ, η κα Rydén ευχαρίστως θα ενημέρωνε αυτούς τους αναγνώστες αναλόγως.
Στο τέλος της συνάντησης, η κα Rydén προσέφερε μια εικόνα στον Καρδινάλιο Ratzinger, την οποία δέχτηκε ευχαρίστως. Ελήφθη μια φωτογραφία της Εξοχότητάς του με την κα Rydén.
Μεταγενέστερες εξελίξεις από το 2004-2007
Η κα Βασούλα Rydén ήταν πολύ ικανοποιημένη με το αποτέλεσμα του διαλόγου. Θεώρησε βαθύτατα άδικο το γεγονός ότι η Σύνοδος για τη Διδασκαλία της Πίστης (CDF) δεν εξέδωσε νέα ανακοίνωση με περίληψη των αποτελεσμάτων του διαλόγου, και ωστόσο εκτίμησε το έργο που είχε επιτελέσει το CDF και ιδιαίτερα ο Καρδινάλιος Joseph Ratzinger. Δεν περίμενε ποτέ ότι το CDF θα εξέδιδε νέες αρνητικές δηλώσεις, ειδικά τώρα που ο Καρδινάλιος Ράτσινγκερ είχε εκλεγεί στον παπικό θρόνο.
Για να εκδηλώσει τη δέσμευσή της στο συνεχές πνεύμα ανταλλαγής και διαλόγου, έγραψε επιστολή στον καρδινάλιο William Levada (τότε ακόμη αρχιεπίσκοπο) μετά την εκλογή του ως Επικεφαλής της Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστεως, καθώς και στον αρχιεπίσκοπο Angelo Amato, τον γραμματέα του CDF. Στην επιστολή διαβεβαίωνε και τους δύο ότι θα ήθελε πολύ να συνεχίσει να επικοινωνεί με το CDF, όπως είχε συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια της ακρόασης με τον Κρδινάλιο Ράτσινγκερ, και ότι μπορούσαν να την καλέσουν ανά πάσα στιγμή αν είχαν περαιτέρω ερωτήσεις. Δυστυχώς, η κα Rydén δεν έλαβε απάντηση από κανέναν από τους δύο.
Στις 25 Ιανουαρίου 2007, ο Καρδινάλιος Levada έστειλε επιστολή σε όλες τις Επισκοπικές Συνόδους σχετικά με την κα Rydén. Αφορμή ήταν τα πολλά αιτήματα που συνέχισε να λαμβάνει το CDF σχετικά με την κα Rydén, “ιδίως τη σημασία της Κοινοποίησης της 6ης Οκτωβρίου 1995 και τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την τοπική Εκκλησία για να κρίνει αν τα γραπτά της κας Βασούλας Rydén μπορούν να διαδοθούν κατάλληλα”. Συνεχίζει με τρεις διευκρινίσεις:
1. Όπως έχει ήδη εξηγηθεί ανωτέρω στην παρούσα έκθεση, η Κοινοποίηση παραμένει σε ισχύ.
2. Ωστόσο, η κα Rydén έχει τώρα “προσφέρει διευκρινίσεις σχετικά με ορισμένα προβληματικά σημεία των γραπτών της και τη φύση των μηνυμάτων της, τα οποία δεν παρουσιάζονται ως θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά μάλλον ως προσωπικοί της διαλογισμοί [αναφορά στις διευκρινίσεις της κας Rydén στο διάλογο]. Από κανονιστική άποψη, επομένως, μετά τις ίδιες διευκρινίσεις, απαιτείται μια κατά περίπτωση συνετή κρίση ενόψει της πραγματικής δυνατότητας των πιστών να είναι σε θέση να διαβάσουν τα γραπτά υπό το πρίσμα των εν λόγω διευκρινίσεων”.
Έτσι, ο καρδινάλιος Levada επιβεβαιώνει αυτό που απάντησε ο καρδινάλιος Ratzinger όταν η κυρία Rydén τον ρώτησε πώς θα απαντούσαν αν οι άνθρωποι τηλεφωνούσαν για να ρωτήσουν για την περίπτωσή της (βλ. παραπάνω): Η κοινοποίηση και τα γραπτά της κ. Rydén θα πρέπει τώρα να διαβαστούν υπό το φως των διευκρινίσεων που είχε δώσει. Με άλλα λόγια, η καθολική συμβουλή για τη μη ανάγνωση των μηνυμάτων που διατυπώθηκε στην κοινοποίηση του 1995 είχε τροποποιηθεί με μια πιο θετική έννοια, σύμφωνα με την οποία είναι πλέον θέμα “κρίσης κατά περίπτωση”.
Μια έκφραση, ωστόσο, παραμένει αινιγματική: Η επιστολή αναφέρει ότι η κα Rydén στις διευκρινίσεις της παρουσιάζει τα μηνύματά της “όχι ως θεϊκές αποκαλύψεις, αλλά μάλλον ως προσωπικούς της διαλογισμούς”. Η προσεκτική εξέταση των διευκρινίσεών της αποκαλύπτει ότι τέτοια έκφραση δεν υπάρχει πουθενά στην εν λόγω επιστολή. Η κα Rydén επιβεβαιώνει ότι υπάρχει μια κανονιστική διαφορά μεταξύ της εμπειρίας της και της Θείας Αποκάλυψης (με κεφαλαίο Α), αλλά δεν λέει πουθενά ότι είναι αποτέλεσμα “προσωπικών διαλογισμών”.
3. Η τελευταία παράγραφος αποτέλεσε έκπληξη. Το μάλλον θετικό συμπέρασμα υπό το σημείο 2 ακολουθείται από τη δήλωση ότι “παραμένει ακατάλληλο για τους Καθολικούς να συμμετέχουν σε ομάδες προσευχής που ιδρύθηκαν από την κα Rydén” και ότι οι πιστοί θα πρέπει να “ακολουθούν τους κανόνες του Οικουμενικού Καταλόγου, του Κώδικα Κανόνων … και των Επισκοπικών Διαταγμάτων”.
Η επιστολή ήταν εντελώς απροσδόκητη για την κα Rydén. Χάρηκε που επιβεβαιώθηκε ο διάλογος και που το CDF εξακολουθούσε να θεωρεί ότι παρείχε τις “χρήσιμες διευκρινίσεις” που ανέφερε η επιστολή του Καρδινάλιου Ράτσινγκερ τον Ιούλιο του 2004. Ωστόσο, ανησυχούσε για ορισμένες σημαντικές ασάφειες που είχε δει στην επιστολή.
Η κα Rydén εξέφρασε τρεις βασικές ανησυχίες σε επιστολή της με ημερομηνία 18 Μαΐου 2007 προς τον καρδινάλιο Levada:
1. Εξέφρασε την απογοήτευσή της για το γεγονός ότι εκδόθηκε αυτή η νέα αρνητική δήλωση και, για άλλη μια φορά, δεν είχε κληθεί, παρά την εκπεφρασμένη δέσμευση του CDF να καλεί όλους τους συγγραφείς που έχει κάτι εναντίον τους – όπως ακριβώς είχε συμβεί με την πρώτη κοινοποίηση του 1995 και τη συνέχεια της κοινοποίησης του 1996.
2. Στην επιστολή της επισήμανε τρία λάθη, συγκεκριμένα ότι η απαντητική της επιστολή δεν δημοσιεύθηκε στις 04.04.2002, όπως αναφέρεται στην επιστολή του Καρδινάλιου Λεβάντα, αλλά στις 26.06.2002, ούτε ότι ο διάλογος δημοσιεύθηκε στον τόμο 10, αλλά στον τόμο 12 των συγγραμμάτων της Αληθινής εν Θεώ Ζωής (ΑΕΘΖ) και ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στους αναγνώστες. Πιο σημαντικό, επισήμανε τη δήλωση ότι παρουσίασε τα γραπτά της “απλώς ως αποτέλεσμα των ιδιωτικών της διαλογισμών”. Για να παραθέσω τα λόγια της κα Rydén: “Αυτό δεν είναι απλά αλήθεια! Αυτές οι λέξεις δεν υπάρχουν πουθενά στην επιστολή μου. Επισημαίνω σαφώς ότι τα μηνύματά μου (όπως και όλες οι μεταβιβλικές αποκαλύψεις) δεν κυμαίνονται στο ίδιο επίπεδο με τη Δημόσια Αποκάλυψη, αλλά αυτό δεν οδηγεί εμένα ή οποιονδήποτε άλλον με ελάχιστη γνώση των γραπτών μου στο συμπέρασμα ότι δεν είναι τίποτε άλλο από τους προσωπικούς μου διαλογισμούς. Είναι δώρα της θείας πρόνοιας προς όφελος της εκκλησίας”.
3. Εξέφρασε την απορία της για τη δήλωση του Καρδινάλιου ότι “παραμένει ακατάλληλο” για τους Καθολικούς να συμμετέχουν στις οικουμενικές ομάδες προσευχής της Αληθινής εν Θεώ Ζωής, δεδομένου ότι το Καθολικό Κανονικό Δίκαιο όχι μόνο επιτρέπει, αλλά και καλεί για τη δημιουργία τέτοιων οικουμενικών ομάδων προσευχής.
Τέλος, επιβεβαίωσε, για άλλη μια φορά, την επιθυμία της να συνεχίσει τον διάλογο με το CDF, ζητώντας από τον καρδινάλιο Λεβάντα να εκφράσει τυχόν ανησυχίες που μπορεί να εξακολουθεί να έχει το CDF σχετικά με τα γραπτά ή τις δραστηριότητές της, ώστε να μπορέσει να τις διευκρινίσει, όπως ακριβώς της είχε δώσει την ευκαιρία ο τότε καρδινάλιος Ράτσινγκερ.
Αντίγραφα της επιστολής εστάλησαν στον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ΄, στον καρδινάλιο Μπερτόνε, νυν υπουργό Εξωτερικών, στον Αιδ. Angelo Amato, τότε γραμματέα του CDF, στον καρδινάλιο Walter Kasper, τότε πρόεδρο του Ποντιφικού Συμβουλίου για την προώθηση της Χριστιανικής ενότητας, στον αείμνηστο Αιδ. Eleutherio Fortino, τότε υπογραμματέα του ίδιου συμβουλίου και υπεύθυνο για το διάλογο με τους Ορθοδόξους, και στον Αιδ. Georg Gänswein, προσωπικός γραμματέας του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’.
Τον Ιούνιο του 2007 η κα Rydén έλαβε απάντηση από τον Αιδ. Gabriele Caccia, εκ μέρους του καρδινάλιου Bertone, διαβεβαιώνοντάς την ότι ο καρδινάλιος έλαβε γνώση του περιεχομένου της επιστολής της.
Αργότερα εκείνο το καλοκαίρι, η κα Rydén έλαβε απάντηση από τον Αιδ. Amato. Έγραψε ότι το CDF είχε γράψει στις Επισκοπικές Συνόδους ακριβώς για να ενημερωθούν για τον διάλογο, υπονοώντας ότι η κ. Rydén θα έπρεπε να είναι ευγνώμων που το έκαναν και ότι η επιστολή του Καρδινάλιου Levada ήταν καλό πράγμα για την κ. Rydén, για να για να παραθέσω τα λόγια του Αιδ. Amato άμεσα: “Θεωρώ χρήσιμο να επιστήσω την προσοχή σας στο γεγονός ότι η αλληλογραφία στην οποία αναφέρεστε έχει ακριβώς ως αντικείμενο τη διασφάλιση ότι όλοι οι καθολικοί επίσκοποι γνωρίζουν τον διάλογο που έχει γίνει μεταξύ εσάς και της παρούσας Συνόδου, ώστε να γνωρίζουν πώς να ρυθμίζονται”.
Στην πραγματικότητα, παρά τις προαναφερθείσες ασάφειες, αυτό είναι πράγματι καλό από την άποψη της κας Rydén για δύο τουλάχιστον λόγους:
1. Οι Κοινοποιήσεις του 1995 και του 1996 στάλθηκαν σε όλους τους καθολικούς επισκόπους του κόσμου. Αντίθετα, η θετική επιστολή του καρδινάλιου Ράτσινγκερ το 2004 στάλθηκε μόνο στους προέδρους των Καθολικών Επισκοπικών Συνόδων που είχαν απαντήσει στην επιστολή του 2003 (βλ. παραπάνω). Τώρα, ως αποτέλεσμα της επιστολής του καρδινάλιου Levada της 25ης Ιανουαρίου 2007, όλοι οι καθολικοί επίσκοποι στον κόσμο έχουν ενημερωθεί για τον διάλογο που έλαβε χώρα μεταξύ της κας Rydén και του CDF.
2. Οι Κοινοποιήσεις του 1995 και του 1996 “ζητούν την παρέμβαση των επισκόπων ώστε οι πιστοί τους να ενημερωθούν κατάλληλα και να μην δοθεί καμία ευκαιρία στις επισκοπές τους για τη διάδοση των ιδεών της”. Τώρα, εναπόκειται στους επισκόπους να κάνουν την “κατά περίπτωση συνετή κρίση τους… ενόψει της πραγματικής πιθανότητας οι πιστοί να είναι σε θέση να διαβάσουν τα γραπτά υπό το φως των εν λόγω διευκρινίσεων”.
Λήψη PDF
Κατεβάστε το αρχείο PDF : Διάλογος Vassula-CDF – EN