Ερώτηση 2η: Η σχέση μου ως Χριστιανής Ορθόδοξης με την Καθολική Εκκλησία.
Ανήκετε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συχνά παροτρύνετε ορθοδόξους ιερείς και επισκόπους σας να αναγνωρίσουν τον Πάπα και να συμφιλιωθούν με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Εξαιτίας αυτού, ατυχώς, δεν είστε ευπρόσδεκτη σε μερικές χώρες του δικού σας δόγματος. Για ποιο λόγο αναλαμβάνετε την αποστολή αυτή; Ποια είναι η γνώμη σας για τον Επίσκοπο της Ρώμης και πώς προβλέπετε το μέλλον της Χριστιανικής Ενότητας; Μερικές φορές κάποιος, διαβάζοντας τα έργα σας, έχει την εντύπωση ότι στέκεστε πάνω από τις δύο Εκκλησίες, χωρίς να δεσμεύστε απέναντι σε καμιά. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι κοινωνείτε τόσο στην Καθολική όσο και στην Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά, σε ό,τι αφορά την συζυγική σας κατάσταση, ακολουθείτε την οδό της «οικονομίας». Όπως ήδη ανέφερα, οι παρατηρήσεις αυτές δεν έχουν την έννοια προσωπικής μομφής, δοθέντος ότι δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να αποφαινόμαστε σε θέματα της συνείδησής σας, αντιλαμβάνεστε όμως το ενδιαφέρον μας για τους Καθολικούς που σας ακολουθούν και που είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν αυτή σας τη στάση κατά ένα τρόπο σχετικιστικό και να μπουν στον πειρασμό να παραβλέψουν τους κανόνες της δικής τους εκκλησίας.
Κίνητρα για την ανάληψη του έργου της ενότητας.
Δεν πιστεύω ότι θα είχα ποτέ το θάρρος ή τον ζήλο να αντιμετωπίσω τους Ορθοδόξους και να τους κάνω να καταλάβουν τη συμφιλίωση που ο Κύριος επιθυμεί από αυτούς, αν δεν είχα βιώσει την παρουσία του Κυρίου μας, ούτε θα είχα αντέξει τις αντιδράσεις, τις κριτικές και τις διώξεις που υπέστην εκ μέρους τους. Όταν άρχισε η θεϊκή παρέμβαση, ήμουν σε πλήρη σύγχυση και φοβόμουν πως ξεγελιέμαι. Η αβεβαιότητα αυτή ήταν όντως ο μεγαλύτερος σταυρός, αφού σε όλη μου τη ζωή ποτέ δεν είχα ακούσει ότι ο Θεός μπορεί να μιλά σε ανθρώπους στη σημερινή εποχή και δεν γνώριζα κανένα για να τον ρωτήσω πάνω στο θέμα αυτό. Γι’ αυτό, προσπάθησα να το καταπολεμήσω αλλά η εμπειρία δεν έφευγε κι αργότερα, σιγά – σιγά με τον καιρό, ένιωσα καθησυχασμένη και πείστηκα ότι όλα αυτά ήταν έργο του Θεού, επειδή άρχισα να διακρίνω μέσα σε αυτά το χέρι του Θεού. Έτσι λοιπόν, σταμάτησα να φοβάμαι να αντιμετωπίσω τις αντιδράσεις και τις κριτικές και απόκτησα πλήρη εμπιστοσύνη στον Κύριό μας, αφού ξέρω ότι εκεί που υπολείπομαι, Εκείνος πάντα θα συμπληρώνει, παρά τη δική μου ανεπάρκεια και το έργο Του θα έχει πάντα λαμπρή κατάληξη.
Η προσπάθεια προσέγγισης Ορθοδόξων ιερέων, μοναχών και επισκόπων με σκοπό να αναγνωρίσουν τον Πάπα και να συμφιλιωθούν ειλικρινά με την Καθολική Εκκλησία δεν είναι εύκολο έργο, όπως λέει ο Κύριός μας σε ένα μήνυμα. Είναι σα να προσπαθεί κανείς να κολυμπήσει ενάντια σε δυνατό ρεύμα, αφού όμως είδα πόσο υποφέρει ο Κύριός μας από τη διαίρεσή μας, δεν μπόρεσα να αρνηθώ όταν ο Κύριος μου ζήτησε να σηκώσω τον σταυρό αυτό. Έτσι, δέχθηκα αυτή την αποστολή όχι χωρίς να αντιμετωπίσω (και να αντιμετωπίζω ακόμη) πολλά δεινά.
Με ρωτήσατε «Γιατί αναλαμβάνετε την αποστολή αυτή;» Η απάντησή μου είναι, επειδή με κάλεσε ο Θεός, εγώ πίστεψα και Του αποκρίθηκα. Επομένως, θέλω να κάνω το Θείο θέλημα. Ένα από τα πρώτα λόγια του Χριστού ήταν: «Ποιο σπίτι είναι πιο σημαντικό, το δικό σου ή το δικό Μου;» Εγώ απάντησα, «Το δικό Σου σπίτι, Κύριε.» Εκείνος είπε: «Ζωογόνησε το σπίτι Μου, ομόρφυνε το σπίτι Μου και ένωσέ Το.»
Ορισμένα μέλη της ελληνορθόδοξης ιεραρχίας με απορρίπτουν παντελώς, πρώτον, επειδή δεν με πιστεύουν 4, δεύτερον, επειδή είμαι γυναίκα και τρίτον, επειδή οι γυναίκες δεν πρέπει να μιλούν. Μερικοί μοναχοί με υποπτεύονται και λένε ότι είμαι πιθανότατα ένας Δούρειος Ίππος σταλμένος και πληρωμένος από τον Πάπα, ή ακόμη ότι είμαι Ενωτική. Πολλοί δεν θέλουν καν να ακούσουν για συμφιλίωση ή οικουμενισμό. Το θεωρούν αίρεση να συμπροσεύχομαι με τους Καθολικούς. Εδώ είναι που θεωρούν ότι θέτω τον εαυτό μου πάνω από τις δύο Εκκλησίες χωρίς να δεσμεύομαι απέναντι σε καμιά. Είμαι πλήρως και ολοκληρωτικά αφοσιωμένη στην Εκκλησία μου, αλλά δεν το θεωρώ αίρεση ή αμάρτημα να ζω οικουμενικά και να συμπροσεύχομαι με άλλους Χριστιανούς για την προώθηση της ενότητας. Ωστόσο, το κλειδί για την ενότητα, σύμφωνα με τα γραπτά του Κυρίου μας, είναι η ταπεινοφροσύνη και η αγάπη. Κι όμως, πολλοί άνθρωποι των Εκκλησιών δεν έχουν το κλειδί αυτό. Πολλοί ελληνορθόδοξοι λαϊκοί αλλά και ιερωμένοι, από τον απλό ιερέα της ενορίας ως το μοναχό σε κάποιο απόμακρο μοναστήρι, αποκαλούν μέχρι σήμερα την Καθολική Εκκλησία αιρετική και επικίνδυνη. Μαθαίνουν να το πιστεύουν αυτό από τη γέννησή τους και δεν είναι σωστό. Πιστεύω, ωστόσο, ότι η ακαμψία τους μπορεί να αλλάξει με τη μετάνοια και με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος που θα τους κάνει να λυγίσουν, καθώς και με τις προσευχές των πιστών. Στις συνάξεις μας, προσευχόμαστε στο Θεό να αλλάξουν οι καρδιές τους.
Το θέμα όμως δεν είναι να λυγίσουν μόνο αυτοί. Όλοι πρέπει να λυγίσουν με ταπεινοφροσύνη και αγάπη. Οι πιστοί όλων των εκκλησιών πρέπει να είναι πρόθυμοι να απαρνηθούν τον εγωισμό και την ακαμψία τους και τότε, με την πράξη αυτή της ταπείνωσης και της υπακοής στην αλήθεια, η παρουσία του Χριστού θα λάμψει μέσα τους. Πιστεύω ότι με την πράξη της ταπείνωσης τα παλιά και σημερινά σφάλματα των εκκλησιών θα εξαλειφθούν και θα επιτευχθεί η ενότητα. Ποτέ δεν έχασα την ελπίδα προσέγγισης των Ορθοδόξων και γι’ αυτό συνεχώς επανέρχομαι για να τους δώσω τη μαρτυρία μου, που συνίσταται στο να τους υπενθυμίζω τα λόγια του Κυρίου μας: «Ώστε να είναι όλοι ένα, όπως εσύ, Πατέρα, είσαι ενωμένος με μένα κι εγώ με σένα. Να είναι κι αυτοί ενωμένοι με εμάς, κι έτσι ο κόσμος να πιστέψει ότι με έστειλες εσύ.» (Ιωαν.17: 21). Έτσι, παρά τα εμπόδια, δημιουργήθηκαν στην Αθήνα και τη Ρόδο μερικές οικουμενικές ομάδες προσευχής που περιλαμβάνουν και Ορθοδόξους ιερείς. Όλες οι ομάδες αρχίζουν με το ροδάριο και συνεχίζουν με άλλες προσευχές. Ωστόσο, δεν εισπράττω μόνο απόρριψη εκ μέρους της Ορθόδοξης ιεραρχίας, αλλά ο Κύριος μου έδωσε και αρκετούς φίλους ανάμεσα στον ελληνορθόδοξο κλήρο.
Ο Επίσκοπος της Ρώμης.
Ο Κύριος μου έδειξε με εσωτερικό όραμα τρεις σιδερένιες ράβδους που συμβολίζουν τις τρεις κύριες Χριστιανικές ομολογίες, τους καθολικούς, τους ορθοδόξους και τους προτεστάντες, καλώντας τις κεφαλές τους να λυγίσουν προκειμένου να συναντηθούν. Για να συναντηθούν πρέπει να λυγίσουν. Το κείμενο αυτό αναφέρεται στη στάση που απαιτείται για να επιτευχθεί η ενότητα που είναι επιθυμία του Κυρίου από τότε που προσευχήθηκε στον Πατέρα «… ώστε να είναι όλοι ένα». Τα γραπτά δεν ισχυρίζονται ότι μιλούν για μια ενότητα επί οντολογικού επιπέδου, υποδηλώνοντας ότι δεν θα πρέπει να υπάρχουν διαφορές στο βαθμό που οι διάφορες χριστια